Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πλένω τα

См. также в других словарях:

  • πλένω — πλένω, έπλυνα βλ. πίν. 195 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλένω — Ν βλ. πλύνω …   Dictionary of Greek

  • πλένω — βλ. πλύνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυφολούζω — πλένω κρυφά, χωρίς να μέ βλέπουν …   Dictionary of Greek

  • ξεθερμίζω — πλένω μαγειρικά και επιτραπέζια σκεύη με ζεστό σταχτόνερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + θερμίζω] …   Dictionary of Greek

  • πλύνω — ΝΜΑ, πλένω Ν καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ) νεοελλ. 1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω 2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύση αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • νίβω — και νίπτω και νίφτω (AM νίπτω και νίβω, Α και νίζω, Μ και νίβγω) 1. (αρχ. και μέσ. νίπτομαι) πλένω μέρος τού σώματος, ιδίως το πρόσωπο και τα χέρια 2. κάνω καθαρμό, καθαίρω, εξαγνίζω («νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν», βυζαντ. καρκινική επιγρ. σε… …   Dictionary of Greek

  • διακλύζω — (Α) [κλύζω] 1. καθαρίζω, πλένω καλά 2. ( ομαι) α) πλένω το στόμα μου β) ξεπλένομαι καλά γ) πίνω καθάρσιο …   Dictionary of Greek

  • κατανίζω — (Α) 1. βρέχω καλά, καταβρέχω 2. πλένω καλά, καθαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νίζω «πλένω κάτι»] …   Dictionary of Greek

  • λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • νεροπλύνω — και νεροπλένω πλένω με σκέτο νερό, χωρίς σαπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + πλύνω / πλένω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»